τρισευγενικός, -ή

τρισευγενικός, -ή
τρισευγενικός, -ή και -ιά, -ό τρισεύγενος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρισευγενικός — ή, ό, Ν [τρισεύγενος] ο πάρα πολύ ευγενικός, ευγενέστατος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”